Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



πνεῦμά, τὸ


Ερμηνεία:

[το ασυνείδητο ή υποσυνείδητο, εσωτερική ζωή, η υπέρτατη ποιότητα της ψυχής κατά τον αγ. Νεκτάριο] 



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) πνέω (πνέω, φυσώ, αναπνέω, αναδίδωοσμή, αναπνέω, ανασαίνω, είμαι εμπνευσμένος) [Καινή Διαθήκη 379 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

.... λλες τὸπνεμά του τὸ ποβρύχιον, τοῦ ρχοντο ὡς ναυάγια α λέξεις:. [Ο έρωτας στα χιόνια]....



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: